Φοβάμαι την γραμμή που ενώνει τη μέρα με τη νύχτα. Γιατί αυτή η γραμμή μου δείχνει πως ο χρόνος κυλά. Γιατί είναι σε αυτή τη γραμμή είναι που επιτίθενται τα μοχθηρά μαύρα και πονηρά γατιά της μοναξιάς και του φόβου. Φόβο για κάτι που θα νιώσεις, πριν καν το νιώσεις. Είναι τρομακτικό αυτό. Πονάει. Σε τρελαίνει.
Είναι τότε που είσαι πιο ευάλωτος, ξέρεις. Είναι τότε που παραδίνεσαι στην επίθεση της άγριας αγέλης. Και στέκεις. Στέκεις αδρανής και ανήμπορος σαν ρολόι που θέλει να δουλέψει αλλά του στέρεψαν οι μπαταρίες. Θέλεις να κινηθείς αλλά η κόλλα του φόβου σε πεθαίνει. Σε μουδιάζει.
Φοβάμαι τα κομμάτια που δεν ενώνονται. Φοβάμαι τα σημάδια που μαρτυρούν πως θα αργήσουν να ενωθούν. Κι'όμως θέλουν τόσο πολύ να ταιριάξουν πάλι. Το θέλουν όπως η έρημος θέλει την βροχή. Όπως το ασπρόμαυρο ζητάει το χρώμα. Και τα γατιά ξανατρέχουν. Βγάζουν τα νύχια τους. Τα ακονίζουν και προσπαθούν να σε ζυγιάσουν. Με γραντζούνισαν, βοήθα με. Διώξ'τα μακρυά. Όπως ψάχνουν εμένα, ξέρω ότι θα μυριστούν και σένα μια φορά. Είναι αδίστακτα. Τα ελκύει η νύχτα. Τα τραβάει.
Και τα χρόνια περνούνε. Και ενώ οι πληγές από τα μυτερά τους νύχια γίνονται όλο και χειρότερες, τις συνηθίζεις. Ζεις με αυτές. Σε πονάνε αλλά τις έχεις. Ψάχνεις απεγνωσμένα να τις κλείσεις αλλά πάντα μια χαραμάδα μένει ανοιχτή να στάζει φρέσκο αίμα. Τα γατιά τρέφονται από σένα και εσύ από αυτά. Σου κάνουνε αμυχές και εσύ μαθαίνεις να συνεχίζεις να αντέχεις. Μπορεί και να σε γοητεύουν. Μπορεί και ένα μαζοχιστικό σου κομμάτι να θέλει ενδόμυχα και υποσυνείδητα να τα χαϊδέψει. Ίσως έτσι τα γλυκάνει. Αλλά δεν παύεις να ελπίζεις. Να προσμένεις το σκυλί εκείνο που θα τα διώξει όπως το φως διώχνει το σκοτάδι. Όπως το νερό διώχνει τη φωτιά. Όπως το αύριο σβήνει το τώρα...
Να περιμένεις και να πιστεύεις. Ένα σκυλί θα σε σώσει...
Είναι τότε που είσαι πιο ευάλωτος, ξέρεις. Είναι τότε που παραδίνεσαι στην επίθεση της άγριας αγέλης. Και στέκεις. Στέκεις αδρανής και ανήμπορος σαν ρολόι που θέλει να δουλέψει αλλά του στέρεψαν οι μπαταρίες. Θέλεις να κινηθείς αλλά η κόλλα του φόβου σε πεθαίνει. Σε μουδιάζει.
Φοβάμαι τα κομμάτια που δεν ενώνονται. Φοβάμαι τα σημάδια που μαρτυρούν πως θα αργήσουν να ενωθούν. Κι'όμως θέλουν τόσο πολύ να ταιριάξουν πάλι. Το θέλουν όπως η έρημος θέλει την βροχή. Όπως το ασπρόμαυρο ζητάει το χρώμα. Και τα γατιά ξανατρέχουν. Βγάζουν τα νύχια τους. Τα ακονίζουν και προσπαθούν να σε ζυγιάσουν. Με γραντζούνισαν, βοήθα με. Διώξ'τα μακρυά. Όπως ψάχνουν εμένα, ξέρω ότι θα μυριστούν και σένα μια φορά. Είναι αδίστακτα. Τα ελκύει η νύχτα. Τα τραβάει.
Και τα χρόνια περνούνε. Και ενώ οι πληγές από τα μυτερά τους νύχια γίνονται όλο και χειρότερες, τις συνηθίζεις. Ζεις με αυτές. Σε πονάνε αλλά τις έχεις. Ψάχνεις απεγνωσμένα να τις κλείσεις αλλά πάντα μια χαραμάδα μένει ανοιχτή να στάζει φρέσκο αίμα. Τα γατιά τρέφονται από σένα και εσύ από αυτά. Σου κάνουνε αμυχές και εσύ μαθαίνεις να συνεχίζεις να αντέχεις. Μπορεί και να σε γοητεύουν. Μπορεί και ένα μαζοχιστικό σου κομμάτι να θέλει ενδόμυχα και υποσυνείδητα να τα χαϊδέψει. Ίσως έτσι τα γλυκάνει. Αλλά δεν παύεις να ελπίζεις. Να προσμένεις το σκυλί εκείνο που θα τα διώξει όπως το φως διώχνει το σκοτάδι. Όπως το νερό διώχνει τη φωτιά. Όπως το αύριο σβήνει το τώρα...
Να περιμένεις και να πιστεύεις. Ένα σκυλί θα σε σώσει...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου