Θα'θελα να πίνουμε κρασί. Παγωμένο κρασί.
Κρασί χρυσό σαν την αντανάκλαση του ήλιου στα μάτια μας. Στα δικά σου μάτια.
Και από πίσω να παίζουν βιολιά.
Όχι πιάνο, όχι κιθάρες, όχι πνευστά. Βιολιά, πολλά βιολιά, πάρα πολλά βιολιά.
Να οργώνουν τα δοξάρια το ξύλο. Να σπέρνουν νότες και να θερίζουν σκέψεις.
Όταν φτάνουν ψηλά να σε γαληνεύουν και όταν ξεπέφτουν να σε σαγηνεύουν.
Να σε τρελαίνουν.
Να σε τραβάνε, όπως τραβάει το ψυγείο εκείνο το μαγνητάκι που μου'φερες από την Ικαρία.
Αυτό το μικρό πραγματάκι που γατζώθηκε στο λευκό της κουζίνας. Που με γάτζωσε σε σένα.
Τα δοξάρια να ανεβοκατεβαίνουν όπως αποπροσανατολίζονται τα μυαλά μας.
Οι διαθέσεις μας, οι ορέξεις μας.
Οι βιολιστές θαμποί, ανέκφραστοι, ακούνητοι.
Μα πως μπορούν να μην λαχταρούν το κρασί που πίνουμε; Πόσο άκαμπτοι θέλουν να δείχνουν;
Επαγγελματίες. Σκληροί επαγγελματίες που κουνιούνται όσο τους επιτρέπει η λογική του πενταγράμμου τους.
Μεγαλώνουν ξαφνικά τα χέρια τους από το πάθος τους να συντροφεύσουν την οινοποσία μας.
Και ξάφνου μπλέκονται.
Η μουσική παίζει και εγώ δεν είμαι εδώ. Είμαι στο Παρίσι μιας άλλης εποχής.
Όχι, όχι .. δεν είμαι στο Παρίσι.
Σε κάτι βρετανικό βρέθηκα. Αρχοντικό, σκληρό και αυστηρό σαν εσένα.
Στο Δουβλίνο είμαι και ρουφάω το κρασί μου. Και αυτό γκρίζο και γοητευτικό και χαώδες σαν και σένα.
Τα χέρια μπλέκονται και τα δοξάρια πλέκουν ιστό. Φτιάχνουν νήμα.
Οι νότες ξεπηδάνε όμως πιο γλυκές τώρα. Πιο ζωντανές, πιο αναζωογονητικές.
Μεθυστικές σχεδόν. Και ρουφάμε κρασί. Και ξεγελιόμαστε.
Οι νότες κουβάρι και οι σκέψεις ένας μπερδεμένος ιστός.
Η αράχνη εμφανίζεται πεινασμένη και αποφασισμένη να φάει και να λυτρωθεί.
Σαν την φίλη της την σφίγγα, που πεθαίνει από ικανοποίηση όταν σου ακουμπάει το κεντρί της,
Μαζί της, τρεις γυναίκες. Μαυροφορεμένες και με διαφορετικά βλέμματα.
Η μια χαμογελαστή, η άλλη χαιρέκακη και η άλλη θλιμμένα κενή στο βλέμμα.
Γελούν και χορεύουν με το νήμα.
Το περιεργάζονται και σιγοψιθυρίζουν η μία στην άλλη.
Από την μέθη του κρασιού δεν τις είδα. Κοιτούσα εσένα και τα δοξάρια που ακονίζουν τον αέρα.
Όλα τ'ανέλαβαν αυτές μετά.
Και τα δοξάρια και το κρασί κι'εμάς.
Κι'αποκοιμήθηκα...
Κρασί χρυσό σαν την αντανάκλαση του ήλιου στα μάτια μας. Στα δικά σου μάτια.
Και από πίσω να παίζουν βιολιά.
Όχι πιάνο, όχι κιθάρες, όχι πνευστά. Βιολιά, πολλά βιολιά, πάρα πολλά βιολιά.
Να οργώνουν τα δοξάρια το ξύλο. Να σπέρνουν νότες και να θερίζουν σκέψεις.
Όταν φτάνουν ψηλά να σε γαληνεύουν και όταν ξεπέφτουν να σε σαγηνεύουν.
Να σε τρελαίνουν.
Να σε τραβάνε, όπως τραβάει το ψυγείο εκείνο το μαγνητάκι που μου'φερες από την Ικαρία.
Αυτό το μικρό πραγματάκι που γατζώθηκε στο λευκό της κουζίνας. Που με γάτζωσε σε σένα.
Τα δοξάρια να ανεβοκατεβαίνουν όπως αποπροσανατολίζονται τα μυαλά μας.
Οι διαθέσεις μας, οι ορέξεις μας.
Οι βιολιστές θαμποί, ανέκφραστοι, ακούνητοι.
Μα πως μπορούν να μην λαχταρούν το κρασί που πίνουμε; Πόσο άκαμπτοι θέλουν να δείχνουν;
Επαγγελματίες. Σκληροί επαγγελματίες που κουνιούνται όσο τους επιτρέπει η λογική του πενταγράμμου τους.
Μεγαλώνουν ξαφνικά τα χέρια τους από το πάθος τους να συντροφεύσουν την οινοποσία μας.
Και ξάφνου μπλέκονται.
Η μουσική παίζει και εγώ δεν είμαι εδώ. Είμαι στο Παρίσι μιας άλλης εποχής.
Όχι, όχι .. δεν είμαι στο Παρίσι.
Σε κάτι βρετανικό βρέθηκα. Αρχοντικό, σκληρό και αυστηρό σαν εσένα.
Στο Δουβλίνο είμαι και ρουφάω το κρασί μου. Και αυτό γκρίζο και γοητευτικό και χαώδες σαν και σένα.
Τα χέρια μπλέκονται και τα δοξάρια πλέκουν ιστό. Φτιάχνουν νήμα.
Οι νότες ξεπηδάνε όμως πιο γλυκές τώρα. Πιο ζωντανές, πιο αναζωογονητικές.
Μεθυστικές σχεδόν. Και ρουφάμε κρασί. Και ξεγελιόμαστε.
Οι νότες κουβάρι και οι σκέψεις ένας μπερδεμένος ιστός.
Η αράχνη εμφανίζεται πεινασμένη και αποφασισμένη να φάει και να λυτρωθεί.
Σαν την φίλη της την σφίγγα, που πεθαίνει από ικανοποίηση όταν σου ακουμπάει το κεντρί της,
Μαζί της, τρεις γυναίκες. Μαυροφορεμένες και με διαφορετικά βλέμματα.
Η μια χαμογελαστή, η άλλη χαιρέκακη και η άλλη θλιμμένα κενή στο βλέμμα.
Γελούν και χορεύουν με το νήμα.
Το περιεργάζονται και σιγοψιθυρίζουν η μία στην άλλη.
Από την μέθη του κρασιού δεν τις είδα. Κοιτούσα εσένα και τα δοξάρια που ακονίζουν τον αέρα.
Όλα τ'ανέλαβαν αυτές μετά.
Και τα δοξάρια και το κρασί κι'εμάς.
Κι'αποκοιμήθηκα...