Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2016

Τα Δεκεμβριανά (Συναρπαστικά Βαρετή / Βαρετά Συναρπαστική)



Ο Δεκέμβρης αργεί. Αλλά και που αργεί τι έγινε; Σάμπως θα φέρει και τίποτα; Μόνο λαμπιόνια, ψευδεπίγραφες ξεκαλούπωτες ευχές, άδειες αλκοολικές αγκαλιές και εικοσιοκτώ κεριά σε μια τούρτα δίχως ζάχαρη. Δεν θα φέρει μήτε ταξίδι, μήτε αντάμωση. Μήπως θα φέρει Δουβλίνα ή Παρίσια και φωτεινές ταμπέλες; Από αυτές που από κάτω τους αναθεματίζεις και βρίζεις γιατί δεν υπάρχει ψυχή ολούθε την ίδια ώρα που οι Έλληνες γιορτάζουν ακόπιαστα τον Χρήστο, την Χριστίνα και την κρίση τους.

Θα φέρει μονάχα μιαν αίσθηση του καινούργιου, του ατελεύτητου, του άπλαστου. Την αίσθηση που σου δίνει η πλαστελίνη ότι μπορείς να την πλάσεις και να φτιάξεις ό,τι θέλεις, από κιμά μέχρι μπουλντόζα.
Μέχρι τότε τι γίνεται; Τις τελευταίες μέρες σκέφτομαι έντονα το πως η ζωή παλαντζάρει από το να είναι βαρετή στο να είναι συναρπαστική και τ'αντίστροφο. Με τι ευκολία αλλάζει διαθέσεις η άτιμη. Πολλές φορές μπερδεύεται και η ίδια και ταυτόχρονα είναι και τα δύο. Πότε το ένα το βάζει για επίρρημα, τ'άλλο για επίθετο και τούμπαλιν. Το πρόβλημα είναι πως τον τελευταίο καιρό σκέφτομαι. Η κατάρα του άεργου και του νοήμονος να διυλίζουν ατέρμονα τον κώνωπα. Ο τελευταίος αναζητά το καλύτερο αναγνωρίζοντας πως πάντα κάτι του λείπει.

Ο Δεκέμβρης θα έρθει. Ίσως αργήσει, ίσως έρθει γρήγορα αλλά αυτό δεν έχει σημασία. Δεν είναι στο χέρι του να μην έρθει. Ίσως η αρχή να δικαιωθεί και να φέρει άδεια τα καλάθια του. Ίσως, πάλι, το μοναδικό πρόβλημα να είναι πως θα έρθει πλέον πεπεισμένος ότι δεν τον υποχρεώνει να φέρει τίποτα από αυτά που ο νεαρός και κυνικός έφηβος ξάδερφος του, ο Αύγουστος, του έταξε. Πως θα φτάσει γοργά με πρόσωπο μάλλον θλιμμένα ανέκφραστο και κενό, αφού έχει περιπλανηθεί αρκετά, συνειδητοποιώντας πως απλά κρατά μουλιασμένα φύκια στα χέρια
.



Τελείως ανόμοιοι και τόσο όμοια μόνοι, μας χωράει όλους μια οθόνη. | Κωστής Γκιμοσούλης




Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2016

Τα Μακαρόνια

Τα ζυμαρικά είναι πάντα εκεί για σένα.
Θα είναι, για πάντα, εκεί για σένα.
Είναι πάντα εκεί να στέκουν στο ντουλάπι σου μέχρι να έρθει η ώρα να τα ποθήσεις.
Αδημονούν να τα ποθήσεις.
Δεν θα σ'αφήσουν ποτέ.
Δεν θα σου πουν ποτέ "δεν έχω διάθεση", "δεν είμαι καλά" ή "έχω πονοκέφαλο".
Τα ζυμαρικά δεν θα σε ειρωνευτούν. Δεν θα σε κοροϊδέψουν.
Θα σε ικανοποιήσουν όπως και να'χει.

Είναι προσαρμόσιμα. Δεν θέλουν πολλά.
Αρκούνται σε νερό, αλάτι και τριμμένο τυρί για να εκπληρώσουν το γενετήσιο ένστικτό τους.
Δεν θα αρνηθούν ποτέ να σε δουν.
Θα τους χτυπήσεις την πόρτα, θα ανοίξουν και θα ξαπλώσουν στην κλίνη του πιάτου σου γεμάτα προθυμία.
Θα έρθουν σε ό,τι σχήμα τα κάνει κέφι η ορμή σου.
Θα φορέσουν ό,τι τους ζητήσεις για να σε φτιάξουν.
Το μόνο που τα νοιάζει είναι να σε αγαπάνε.
Αν τα αγαπάς, απογειώνονται.
Αν τα ντύσεις με διάφορα περίεργα, δεν θα κακιώσουν.
Ακόμα και αν τελειώσεις μαζί τους για μια μέρα, θα κρυφτούν στο ψυγείο τουρτουρίζοντας απλά και μόνο για να σε δουν την επόμενη.
Τα μακαρόνια δεν θα σου ζητήσουν ποτέ τίποτα.
Το μόνο που ζητούν είναι σεβασμός.
Αν δεν τα σεβαστείς, μαλακώνουν πολύ και μετά τσακώνεστε.

Ο μόνος τρόπος για να χαλάσει στιγμιαία, αυτή η αιώνια σχέση, είναι να σου πάρει κάτι άλλο πρόσκαιρα το μυαλό και να τα ξεχάσεις.
Να τα ξεχάσεις μερικά λεπτά παραπάνω στο foreplay.

Γίνονται πολύ αυστηρά με τα προκαταρκτικά.
Άλλα θέλουν 9, άλλα 10 και άλλα 12 λεπτά.
Όμως, αν τους χαρίσεις ωραία προκαταρκτικά, θα σου τους τρελάνουν τους κάλυκες.
Και μετά πάλι από την αρχή. Θα περιμένουν καρτερικά μέχρι να τους ξαναχτυπήσεις την πόρτα στο ντουλαπίσιο τους σπίτι...



There is no love sincerer than the love of food | George Bernard Shaw


Quotes Pasta

Κυριακή 21 Αυγούστου 2016

Βιολιά. Πολλά βιολιά. Πάρα πολλά βιολιά.

Θα'θελα να πίνουμε κρασί. Παγωμένο κρασί. 
Κρασί χρυσό σαν την αντανάκλαση του ήλιου στα μάτια μας. Στα δικά σου μάτια.
Και από πίσω να παίζουν βιολιά. 
Όχι πιάνο, όχι κιθάρες, όχι πνευστά. Βιολιά, πολλά βιολιά, πάρα πολλά βιολιά.
Να οργώνουν τα δοξάρια το ξύλο. Να σπέρνουν νότες και να θερίζουν σκέψεις.
Όταν φτάνουν ψηλά να σε γαληνεύουν και όταν ξεπέφτουν να σε σαγηνεύουν. 
Να σε τρελαίνουν.
Να σε τραβάνε, όπως τραβάει το ψυγείο εκείνο το μαγνητάκι που μου'φερες από την Ικαρία.
Αυτό το μικρό πραγματάκι που γατζώθηκε στο λευκό της κουζίνας. Που με γάτζωσε σε σένα.

Τα δοξάρια να ανεβοκατεβαίνουν όπως αποπροσανατολίζονται τα μυαλά μας.
Οι διαθέσεις μας, οι ορέξεις μας.
Οι βιολιστές θαμποί, ανέκφραστοι, ακούνητοι.
Μα πως μπορούν να μην λαχταρούν το κρασί που πίνουμε; Πόσο άκαμπτοι θέλουν να δείχνουν;
Επαγγελματίες. Σκληροί επαγγελματίες που κουνιούνται όσο τους επιτρέπει η λογική του πενταγράμμου τους.
Μεγαλώνουν ξαφνικά τα χέρια τους από το πάθος τους να συντροφεύσουν την οινοποσία μας.
Και ξάφνου μπλέκονται.
Η μουσική παίζει και εγώ δεν είμαι εδώ. Είμαι στο Παρίσι μιας άλλης εποχής.
Όχι, όχι .. δεν είμαι στο Παρίσι.
Σε κάτι βρετανικό βρέθηκα. Αρχοντικό, σκληρό και αυστηρό σαν εσένα.
Στο Δουβλίνο είμαι και ρουφάω το κρασί μου. Και αυτό γκρίζο και γοητευτικό και χαώδες σαν και σένα.

Τα χέρια μπλέκονται και τα δοξάρια πλέκουν ιστό. Φτιάχνουν νήμα.
Οι νότες ξεπηδάνε όμως πιο γλυκές τώρα. Πιο ζωντανές, πιο αναζωογονητικές.
Μεθυστικές σχεδόν. Και ρουφάμε κρασί. Και ξεγελιόμαστε.
Οι νότες κουβάρι και οι σκέψεις ένας μπερδεμένος ιστός.
Η αράχνη εμφανίζεται πεινασμένη και αποφασισμένη να φάει και να λυτρωθεί.
Σαν την φίλη της την σφίγγα, που πεθαίνει από ικανοποίηση όταν σου ακουμπάει το κεντρί της,
Μαζί της, τρεις γυναίκες. Μαυροφορεμένες και με διαφορετικά βλέμματα.
Η μια χαμογελαστή, η άλλη χαιρέκακη και η άλλη θλιμμένα κενή στο βλέμμα. 
Γελούν και χορεύουν με το νήμα. 
Το περιεργάζονται και σιγοψιθυρίζουν η μία στην άλλη.
Από την μέθη του κρασιού δεν τις είδα. Κοιτούσα εσένα και τα δοξάρια που ακονίζουν τον αέρα.
Όλα τ'ανέλαβαν αυτές μετά.
Και τα δοξάρια και το κρασί κι'εμάς.
Κι'αποκοιμήθηκα...



Αττικές Καλοκαιρινές Κυριακές

ο κοσμάκης στις ακτές να ξεφορτώνεται βδομάδες και η ρόδα που πλένει τις κλωστές ησύχασε. θα μπορούσα με τα χέρια να σου δείχνω το νερ...